- κορνιζάρω
- βλ. κορνιζώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορνιζάρω — κορνιζάρω, κορνιζάρισα βλ. πίν. 55 και πρβλ. κορνιζώνω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ακορνιζάριστος — η, ο [κορνιζάρω] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε κορνίζα (αποδίδεται σε πίνακες, φωτογραφίες κ.λπ.) 2. εκείνος που δεν έχει ή δεν μπορεί να διακοσμηθεί με γύψινα πλαίσια (αποδίδεται σε παράθυρα, οροφές, τοίχους κ.λπ.) … Dictionary of Greek
κορνιζάρισμα — η [κορνιζάρω] η τοποθέτηση μιας φωτογραφίας ή ενός πίνακα σε κορνίζα … Dictionary of Greek
κορνιζώνω — και κορνιζάρω [κορνίζα] περιβάλλω κάτι με κορνίζα, με πλαίσιο, τοποθετώ ή εφαρμόζω κάτι μέσα σε πλαίσιο … Dictionary of Greek
πλαίσιο — Όρος που προέρχεται από το ρήμα πλαισιώνω = περιβάλλω κάτι με πλαίσιο, κορνιζάρω. Ο όρος χρησιμοποιείται στην αρχιτεκτονική για να χαρακτηρίσει τις διακοσμήσεις της εξωτερικής όψης του πάνω τμήματος, προς την οροφή, μιας οικοδομής. Συνήθως όμως π … Dictionary of Greek
κορνιζώνω — και κορνιζάρω κορνίζωσα και κορνιζάρισα, κορνιζώθηκα και κορνιζαρίστηκα, κορνιζωμένος και κορνιζαρισμένος, τοποθετώ κάτι μέσα σε κορνίζα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)